- αγριοφωνάρα
- çirkin çığlık, azarlayan
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αγριοφωνάρα — η άγρια και δυνατή φωνή: Έβγαλε μια αγριοφωνάρα και τα παιδιά βουβάθηκαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγριοφωνάρα — η άγρια φωνή, δυνατή ή θυμωμένη κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθ. τού ουσ. αγριοφωνή] … Dictionary of Greek
αγρι(ο)- — [άγριος] θέμα τού επιθέτου άγριος. Χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό για να δηλώσει: 1. αυτόν που ζει στους αγρούς σε άγρια κατάσταση, αυτόν που δεν εξημερώθηκε, τον ατίθασο (αγριόγατα, αγριοδάμαλο, αγριοκάτσικο) 2. αυτόν που δεν καλλιεργείται… … Dictionary of Greek
αγριοφωνή — η η αγριοφωνάρα* … Dictionary of Greek